- χιλιόφθαλμος
- -η, -ο, Ναυτός που έχει χίλιους, δηλαδή αναρίθμητους, οφθαλμούς.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + οφθαλμός (πρβλ. μον-όφθαλμος, πολυ-όφθαλμος). Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek